Η Ελλάδα είναι, στην κυριολεξία ένας
απέραντος αρχαιολογικός χώρος.
Ανακαλύψτε τους δημοφιλέστερους αρχαιολογικούς χώρους
ΤΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡΑ (18,6χλμ)
Ο Δήμος Νέστορος, με έδρα τη Χώρα, βρίσκεται 50 χλμ. από την Καλαμάτα. Στην περιοχή του δήμου βρίσκεται ο γνωστός σε όλους τους επισκέπτες αρχαιολογικός χώρος του Εγκλιανού όπου ανακαλύφθηκαν τα ανάκτορα του βασιλιά Νέστορα (πολλοί τα συγκρίνουν μόνο με τις Μυκήνες και την Αρχαία Τίρυνθα) ενώ πολύ κοντά σ΄ αυτά βρίσκεται ο θολωτός τάφος που αποδίδεται στο Νέστορα και στο διάδοχό του Θρασυμήδη. Ευρήματα συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου που ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές στο συγκεκριμένο χώρο (σχεδόν 4000 αρχαιολογικά ευρήματα) μπορούν να επισκεφθούν στο αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας.
Στην Πύλο στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού, 4 χιλιόμετρα νότια του χωριού Xώρα βρέθηκε ανάκτορο που λέγεται πως ήταν το ανάκτορο του Νέστορα. Οι ανασκαφές που άρχισαν το 1939 και ολοκληρώθηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έφεραν στο φως και ερείπια προγενέστερα από το ανάκτορο. Η πόλη και το ανάκτορο καταστράφηκαν το 1200 π.Χ. πιθανότατα κατά την κάθοδο των Δωριέων.
Το ανάκτορο του Νέστορα, στον Επάνω Εγκλιανό, σε απόσταση 14 χλμ από την Πύλο, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μνημεία της μυκηναϊκής Ελλάδας, γιατί είναι το μόνο Μυκηναϊκό ανάκτορο που έχει διατηρηθεί σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Τα ανάκτορα χτίστηκαν το 13ο αι. π.Χ. από το βασιλιά Νέστορα – γιο του Πηλέα – που πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με ενενήντα πλοία, ο οποίος μετέτρεψε την Πύλο στη δεύτερη σημαντικότερη πόλη του μυκηναϊκού κόσμου, μετά τις Μυκήνες διεκδικώντας μία από τις πλέον σεβαστές θέσεις στα ομηρικά έπη. Το γύρο τοπίο ήταν ήρεμο και η περιοχή του ανακτόρου δεν τειχίστηκε ποτέ, αντίθετα με τις άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις. Τα ανάκτορα καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά στις αρχές του 12ου αι., από πυρκαγιά και δεν ανοικοδομήθηκαν ποτέ. Η πυρκαγιά είχε ένα εξαιρετικά θετικό αποτέλεσμα: «έψησε» τις κεραμικές πινακίδες του αρχείου σώζοντας 1200 περίπου κείμενα με σπάνιες πληροφορίες για την οικονομία, την κοινωνία, τη λατρεία κ.α. στους μυκηναϊκούς χρόνους.
Ο Erricos Sliman είχε κάνει έρευνες το 1888, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει το παλάτι του Νέστορα. Το 1912 και το 1926 ο Κ. Κουντουριώτης ανακάλυψε δύο θολωτούς τάφους, που ο Carl Blegen θεώρησε ότι ήταν βασιλικοί. Το 1939 ο Κ. Κουντουριώτης εντόπισε τη θέση του προϊστορικού παλατιού, την αποκάλυψη του οποίου συνέχισε και ολοκλήρωσε ο Αμερικανός Carl Blegen. Επί 10 ημέρες έκαναν ανασκαφές σε 8 τοποθεσίες στις οποίες βρέθηκαν Μυκηναϊκά αγγεία. Στις 4 Απριλίου είχαν ήδη τμήματα από τοιχογραφίες, πλήθος πινακίδων με Γραμμική Β’ (Οι πήλινες αυτές πινακίδες, που θυμίζουν φύλλα φοίνικα, 1.250 στο σύνολό τους, αποκρυπτογραφήθηκαν το 1952 από τον αρχιτέκτονα Michael Ventris και το φιλόλογο Τζον Τσάντγουικ, προσφέροντάς μας πλήθος πρακτικών πληροφοριών για τη ζωή στην προϊστορική Πύλα) και τοίχο πάχους ενός μέτρου και αυτό το στάδιο των ανασκαφών συνεχίστηκε μέχρι τις 10 Μαΐου, αποκαλύπτοντας μεγάλο τμήμα του παλατιού.
ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ (63χλμ)
Η Μεσσήνη είναι μια από τις σημαντικές σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση πόλεις της αρχαιότητας, που έχει ακόμη πολλά να προσφέρει. Δεν διαθέτει μόνον ιερά και δημόσια οικοδομήματα, αλλά και οχυρώσεις επιβλητικές και κατοικίες και ταφικά μνημεία. Διαθέτει, εκτός των άλλων, το σπάνιο προνόμιο να μην έχει καταστραφεί ή καλυφθεί από νεότερους οικισμούς και να βρίσκεται σε ένα κατ’ εξοχήν μεσογειακό αλώβητο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό αυτό περιβάλλον συνδυάζει την ορεινή μεγαλοπρέπεια των Δελφών και τη χαμηλή παραποτάμια γαλήνη της Ολυμπίας, με τον δεσπόζοντα γυμνό ασβεστολιθικό όγκο της Ιθώμης, όπου η ακρόπολη, και την χαμηλή εύφορη κοιλάδα γύρω από την αρχαία πόλη. Φτάνει κανεις εκει οδικώς απο Αθήνα ακολουθώντας την οδική αρτηρία Κορίνθου – Τριπόλεως – Μεγαλοπόλεως – Καλαμάτας ή την οδική αρτηρία Κορίνθου – Πάτρα – Πύργος – Κυπαρισσία – Μελιγαλάς. Από την Ολυμπία απαιτεί διαδρομή με αυτοκίνητο μιας περίπου ώρας.
ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ & ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ (63χλμ)
Tο Στάδιο και το Γυμνάσιο ανήκουν στα πλέον εντυπωσιακά από άποψη διατήρησης οικοδομικά συγκροτήματα. Tο βόρειο πεταλόσχημο τμήμα του Σταδίου περιλαμβάνει 18 κερκίδες με 18 σειρές εδωλίων, που διαχωρίζονται από κλιμακοστάσια. Περιβάλλεται από δωρικές στοές, των οποίων οι κίονες στέκονται κατά το πλείστον στη θέση τους. H βόρεια στοά είναι διπλή, η ανατολική και η δυτική είναι απλές. Oι στοές ανήκουν στο Γυμνάσιο, που αποτελούσε ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο με το Στάδιο. H δυτική στοά δεν φαίνεται να συνεχίζεται ως το πέρας του στίβου, και διακόπτεται σε μήκος 110 μ. περίπου από το βόρειο άκρο της. Συνδέεται με περίστυλο αίθριο δωρικού ρυθμού, πλευράς 30 μέτρων περίπου, το οποίο μπορεί να αναγνωριστεί ως παλαίστρα. Eνεπίγραφα βάθρα, στημένα μεταξύ των κιόνων της δυτικής στοάς έφεραν ανδριάντες Γυμνασιαρχών, ενώ πολλοί κατάλογοι εφήβων βρέθηκαν γύρω. Στην ελληνιστική εποχή τα γυμνάσια γίνονται πολυσύχναστα κέντρα της δημόσιας ζωής της πόλης και χώροι έκθεσης σημαντικών έργων τέχνης όπως μαρτυρούν τα πρόσφατα ευρήματα του Γυμνασίου.
ΝΑΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ (79χλμ)
Στο γυμνό, βραχώδες τοπίο του όρους Κωτιλίου των Βασσών της Φιγάλειας βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Ο Ναός βρίσκεται σε περίοπτη θέση, και συγκαταλέγεται στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της U.N.E.S.C.O. δίπλα στις Αιγυπτιακές Πυραμίδες, στον Παρθενώνα και άλλα μνημεία παγκόσμιας εμβέλειας.
Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα από τους Φιγαλείς διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Οι κάτοικοι της Φιγάλειας είχαν ιδρύσει, από τον 7ο αι.π.Χ., ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα, τον οποίο και λάτρευαν με την προσωνυμία του Επικουρίου- συμπαραστάτη στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Το επίθετο Επικούριος δόθηκε την εποχή των πολέμων με τους Σπαρτιάτες γύρω στο 650 π.Χ. Ο τελικός ναός κατασκευάστηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ.) από τον Ικτίνο ο οποίος ήταν και ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως «ο δίδυμος Παρθενώνας».
Σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής. Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι δωρικός περίπτερος, κτισμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στους κίονές του συνδυάζονται με αρμονία όλοι οι γνωστοί ρυθμοί της αρχαιότητας (ιωνικός, κορινθιακός, δωρικός) ενώ η ζωφόρος του ναού, ένα πραγματικό αριστούργημα, με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα (τμήμα του οποίου αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο) αποτελεί έργο ενός γλύπτη της αρχαιότητας, του Αλκαμένη.